κόρνος

κόρνος
Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 331 κάτ.) της Λήμνου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νησιού, 8 χλμ. ΒΑ της Μύρινας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μύρινας του νομού Λέσβου.
* * *
ο (Α κόρνος)
νεοελλ.
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας κορνίδες ή κρανίδες
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) (στους Σικελούς) το φυτό κεντρομυρσίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ως σύγχρονος επιστημον. όρος είναι μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cornus < λατ. cornus / cornum, συγγενές τού κράνον*. Το αρχ. ελλ. κόρνος ίσως είναι δάνειο από τη λατ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • άκορνα — ἄκορνα, η (Α) το ακανθώδες φυτό Cnicus Acorna. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι αβέβαιης ετυμολ. Παρετυμολογικά συνδέεται με λ. όπως ἄκρος, ἀκή κ.λπ., οι οποίες ανάγονται στην ΙΕ ρίζα *ακ «οξύς, αιχμηρός, μυτερός, κοφτερός», ενώ το τέρμα ρνα οδηγεί στη σκέψη… …   Dictionary of Greek

  • σκόρνος — Α (κατά τον Ησύχ.) «κόρνος, μυρσίνη τὸ φυτόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού κόρνος*] …   Dictionary of Greek

  • List of cities, towns and villages in Cyprus — Map of Cyprus Nicosia, Capital of …   Wikipedia

  • Kornos — (or Κορνός in Greek), Kornos, is a traditional village of Limnos, that is well known for its characteristic neoclassical mansions and the pastries produced in a local small industry.Administratively it belongs to the municipality of Myrina, the… …   Wikipedia

  • Verwaltungsgliederung von Limnos — Die Gemeinde Limnos (griechisch Δήμος Λήμνου) wurde auf Grund des Kallikratis Programms aus den vier Vorgängergemeinden Myrina, Atsiki und Nea Koutali und Moudros der griechischen Insel Limnos zum 1. Januar 2011 gebildet. Sie umfasst die… …   Deutsch Wikipedia

  • κρανιά — Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των κορνιδών, η επιστημονική ονομασία του οποίου είναι Cornus sanguineα. Πρόκειται για φυλλοβόλο θάμνο, ύψους έως 3 μ., με κοκκινωπά κλαδιά και απλά, αντίθετα, ωοειδή, ακέραια και ελλειψοειδή φύλλα, με μικρό… …   Dictionary of Greek

  • αγριοκρανιά — Δενδρύλλιο της οικογένειας των κορνιδών (δικοτυλήδονα), με κλαδιά κοκκινωπά (από αυτά προέρχεται η επιστημονική ονομασία του, κόρνους ο αιματόχρους) και αρκετά εύκαμπτα, τα οποία χρησιμοποιούνται για καλάθια και φράχτες. Είναι φυτό πολύ κοινό σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”